- περιπολία
- η1. η πράξη του περιπολώ.2. η περίπολος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περιπολία — η, ΝΑ, ιων. τ. περιπολίη Α [περίπολος] νεοελλ. 1. στρ. η ενέργεια τού περιπολώ, η φρούρηση ενός στρατιωτικής σημασίας στόχου με μικρή ένοπλη δύναμη, η οποία περιφέρεται μέσα στον αντίστοιχο τόπο ή κινείται περιμετρικά γύρω από αυτόν 2. η… … Dictionary of Greek
περιπόλια — περιπόλιον station for neut nom/voc/acc pl περιπόλιος lying rouna neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφοδεία — η (Α ἐφοδεία και μτγν. και ἐφοδία) [εφοδεύω] 1. απρόοπτη επίσκεψη, επιθεώρηση φρουρών, έφοδος αξιωματικού για επιθεώρηση φρουράς, κυρίως σε νυκτερινές ώρες 2. φυλακή, φρούρηση, περιπολία 3. γεν. επιθεώρηση … Dictionary of Greek
εφοδεύω — (ΑΜ ἐφοδεύω) [έφοδος] επισκέπτομαι αιφνιδιαστικά τις φρουρές τη νύκτα για επιθεώρηση, είμαι αξιωματικός εφόδου, εκτελώ εφοδεία αρχ. 1. περιπολώ («ἐφώδενον... κατὰ τὰ τείχη», Ξεν.) 2. επισκέπτομαι, επιθεωρώ («ἐφοδεύειν τὰ ὅπλα καὶ τὰ τείχη», Πλούτ … Dictionary of Greek
κέρκετον — κέρκετον, τὸ (Μ) περιπολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. circito «γυρίζω τριγύρω»] … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
ποδήλατο — Όχημα με δύο τροχούς ίσης διαμέτρου, εφοδιασμένους με ελαστικά και τοποθετημένους σε μεταλλικό πλαίσιο. Το π. κινείται από τη μυϊκή δύναμη των ποδιών του ατόμου το οποίο το χρησιμοποιεί. Η δύναμη προώθησης μεταδίδεται στον πίσω τροχό με μια… … Dictionary of Greek
ποταμοφυλακίς — ίδος, ἡ, Α το πλοίο που έκανε περιπολία, σε ποτάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + φυλακίς (< φύλαξ, ακος + επίθημα ίς, ίδος)] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Λάνγκερ, Φράντισεκ — (Frantisek Langer, Πράγα 1888 – 1965). Τσέχος συγγραφέας και δραματουργός. Πολέμησε στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο και η εμπειρία αυτής της τραγωδίας στιγμάτισε την καλλιτεχνική του διαμόρφωση. Όταν επέστρεψε στην πατρίδα του έγραψε το διήγημα Ο… … Dictionary of Greek